Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

Σκόρπια κείμενα: Εκδίκηση, η ζωή ως θύμα

Εγκαινιάζω με αυτή την ανάρτηση μια κατηγορία αναρτήσεων που την λέω "Σκόρπια κείμενα"
Διάφορα κείμενα που γράφω χωρίς την προοπτική έκδοσης.
Ελπίζω κάποιοι να περάσουν λίγο ευχάριστο χρόνο με αυτά.

Σκόρπια κείμενα: Εκδίκηση, η ζωή ως θύμα

Τα όμορφα ξυπόλυτα πόδια της σέρνοταν πάνω στη νοτισμένη πέτρα. Άφηνε πίσω της τα ματωμένα χνάρια μιας ζωής να ξεπλυθούν από τη βροχή. Ένιωθε το κρύο να εισχωρεί από το δέρμα στις πατούσες της και να ανεβαίνει ρίγος γαντζώνοντας έναν έναν τους σπονδύλους της.
Έφτασε στην άκρη. Τα δάχτυλά της βγήκαν στο κενό και αρπάχτηκαν στην ακμή της πέτρας.. Ισορρόπησε. Κοίταξε κάτω. Μια ριπή ανέμου χαστούκισε το μάγουλό της. Τα δάκρυά της  χανόταν στο ψιχάλισμα..

Μιαν άλλη ζωή πριν είχε μιαν άλλη ζωή, ευτυχισμένη. Το όνομά της ήθελε να το ξεχάσει. Των ανδρών η μάχη την είχε νικήσει. Όπως και τον σύζυγό της. Έναν σύζυγο που καμιά γυναίκα δεν θα είχε ποτέ ξανά. Η αγάπη της, ο έρωτάς της, ο προστάτης, η ομορφιά του κόσμου όλου, ο πατέρας του παιδιού της. Ένα παιδί που έδωσε στερνό αποχαιρετισμό στον πατέρα του με ένα κλάμα. Το είχε τρομάξει η σκληρή μάσκα του ήρωα άντρα– άφοβο, ανέκφραστο πρόσωπο από αυτά που οι ποιητές τραγουδούν το θάνατό τους. «Να γίνεις καλλίτερος από το γονιό σου» του ευχήθηκε και έφυγε χωρίς να επιστρέψει ποτέ.

Τα μαλλιά της μαστίγωναν το πρόσωπό της και μικρά τσιμπήματα ξύπναγαν τις μνήμες, θρυμματισμένες από το βάρος της λύπης.

Έκλαιγε, ούρλιαζε. Σχίζοταν τα σωθικά της και τραντάζονταν ολόκληρη. Η θύμηση της αγάπης δεν θα πέθαινε ποτέ. Θα της τρυπούσε πάντα την καρδιά.
Μόνο όταν το αίμα του φονιά πότισε την άμμο της εκδίκησης μπόρεσε να ελπίσει για το παιδί της.

Νύχτα όμως το φλογισμένο κεφάλι του γιου του δολοφόνου ξεπρόβαλε από το κούφιο άλογο. Το αίμα συνέχιζε να γυρίζει τον μύλο του θανάτου.

Φοβήθηκε. Οπισθοχώρησε με το μωρό στην αγκαλιά και κλειδώθηκε σε μια ψευδαίσθηση ασφάλειας που κατέρρευσε γρήγορα. Είχε δει τον πατέρα του νεαρού να μάχεται μανιασμένα και να σκορπά θάνατο, τούτος εδώ όμως είχε λύσσα στο βλέμμα, στο μυαλό.

Της πήρε το παιδί από τα χέρια. Εκείνη έπεσε στα γόνατα και τον παρακαλούσε κλαίγοντας. Ικέτευε, ούρλιαζε, απείλησε κούφια, σαν την κούφια καρδιά του. Εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα και την κοίταξε. Μειδίασε σκληρά και άφησε το μωρό της να γλιστρήσει από τα δυνατά δάχτυλα που ποτέ δεν άφησαν όπλο να γλιστρήσει.

Μαζί με το γιό της έπεσε και η ψυχή της και έσβησε σαν κεράκι από την τελευταία αδύναμη πνοή που βγήκε από το στόμα του σπλάχνου της. Τώρα το άδειο κουφάρι που έλεγε σώμα θα ήταν έρμαιο στις ορέξεις του πολεμιστή, του κυρίαρχου, του άντρα.

Η ζωή ως θύμα.

Θρηνούσε. Βογκούσε και ούρλιαζε. Ούρλιαζε μέχρι που δεν είχε πια φωνή και έμενε με το στόμα να χάσκει ανοιχτό από την άδεια ψυχή. Κοιμόταν όταν δεν άντεχε να μένει ξύπνια άλλο και ξύπναγε βλέποντας να ουρλιάζει στον ύπνο της. Και πέθαινε κάθε που ξύπναγε.

Τα απαλά της πόδια την έφεραν νύχτα στο δωμάτιό του. Εκείνος κοιμόταν βαθειά στο κρεβάτι που την είχε σύρει τόσες φορές για να την γευτεί. Για να γευτεί την δύναμή του, την κυριαρχία του. Και υπέκυπτε σε μια συνεχή εκδίκηση ενάντια στη φύση της, χωρίς να θέλει, χωρίς να αντιστέκεται.
Βουβά σαν το θρήνο της γλίστρησε τη λεπίδα πάνω στο λαιμό του. Στάθηκε και απόλαυσε τον τελευταίο του ρόγχο. Κορόιδεψε την απορία στο τελευταίο του βλέμμα. Έφυγε όταν ένιωσε το αίμα να υγραίνει τις πατούσες της.


Ήταν ακόμη στην ακμή της πέτρας, στην κόψη της ζωής της. Άπλωσε τα χέρια σε ότι αγαπούσε και τα έκλεισε σε μια άδεια αγκαλιά. «Μπορείς να απελευθερώσεις τον εαυτό σου αλλά ο μόνος δρόμος είναι στο κενό». Έκανε το ετεροχρονισμένο τελευταίο βήμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου