Δευτέρα 5 Μαρτίου 2018

Στις πύλες του Άδη



Κεφάλαιο 11.
Ο διπλός πέλεκυς

Η νύχτα είχε σκεπάσει το μεγάλο νησί εδώ και ώρα. Το ελαφρύ βοριαδάκι, που είχε ταξιδέψει όλο το Αιγαίο – ξεκινώντας από τα άγρια βουνά των Υπερβορείων, άρχισε να χαϊδεύει τις ακτές της Κρήτης ριτιδιάζοντας την επιφάνεια της θάλασσας. Τα ελλιμενισμένα πλοία αναταράχτηκαν λίγο στον ύπνο τους και γύρισαν πλώρη στην πνοή του ανέμου. Η δροσερή αύρα τα προσπέρασε αδιάφορα σπρώχνοντας αλμυρό νερό να αναμιχθεί με το γλυκό του ποταμού που διάβαινε κατηφορίζοντας το βουνό για να δροσίσει τη θάλασσα. Το νερό στο κανάλι ανατρίχιασε και  το βοριαδάκι πήρε τον ανήφορο για το παλάτι λίγο πιο ψηλά.
Στο δρόμο του βρήκε ένα δεύτερο μικρό λιμάνι στα όρια του μεγαλοπρεπούς κτίσματος που δέσποζε από πάνω κλείνοντας την πορεία του. Χάιδεψε τους άντρες που ξεκουραζόταν δίπλα από μικρές σχεδίες απ’ όπου μόλις είχαν αδειάσει τα αγαθά που μετέφεραν από τα πλοία που βρισκόταν χαμηλότερα στο μεγάλο λιμάνι στη θάλασσα.
Η αύρα, που τώρα έφτασε στο παλάτι, άρχιζε να παίζει κυνηγητό ανάμεσα σε κοκκινωπούς κίονες που η βάση τους είχε μικρότερη διάμετρο από την κορυφή τους και είχαν σχήμα έντονο ωοειδές. Στριφογύρισε πάνω στο ηλιοκαμένο δέρμα των φρουρών κάνοντας τις τρίχες τους να ορθωθούν και να μαζέψουν τους ώμους τους αιφνιδιασμένοι.
Πέρασε από τις μεγάλες αποθήκες όπου μέλι, λάδι και άλλα αγαθά απαραίτητα για την αυτάρκεια του βασιλείου, και ειδικά του παλατιού, ήταν αποθηκευμένα σε ακούνητα κιούπια μεγέθους όσο ένα δωμάτιο.
Τώρα ξεχυνόταν στα κεντρικά κτήρια του παλατιού της Κνωσού. Οι διάδρομοι του παλατιού ήταν σκέτος λαβύρινθος – οι ντόπιοι τους αποκαλούσαν δαιδαλώδεις από το όνομα του Αθηναίου αρχιτέκτονα που τις σχεδίασε δυο γενιές μόνο πριν, του Δαίδαλου. Τους τοίχους είχαν στολίσει οι καλλίτεροι ζωγράφοι από την Κρήτη και την αποικία της, τη Στρογγύλη. Οι μορφές στις πανέμορφες τοιχογραφίες σάλεψαν καθώς τις χάιδευε το αεράκι χαζεύοντας.
Η λευκή φούστα του πρίγκιπα κυμάτισε απαλά και τα κρίνα που κρατούσε  ευωδίασαν τα χρώματά τους για να τα οσμιστεί η αύρα. Οι έφηβοι σταμάτησαν τον αιώνιο αγώνα στην πυγμαχία για να δροσίσουν λίγο τα ιδρωμένα κορμιά τους. Η αύρα δυνάμωσε λίγο για να βοηθήσει ένα νεαρό άντρα να πηδήξει πάνω από την πλάτη ενός μαινόμενου ταύρου. Έτσι πέρασε επιτυχώς την μύηση ενηλικίωσής του μπροστά στο κοινό της πόλης.
Στη τελευταία τοιχογραφία έστεκε μια πανέμορφη ιέρεια με μαύρα λαμπερά μαλλιά που έπεφταν μπούκλες στους ώμους της. Στις σφιγμένες σε γροθιά παλάμες της κρατούσε τα κεφάλια φιδιών που στους πήχεις των χεριών της είχαν τυλίξει σφιχτά τις ουρές τους. Ένα υπέροχο βαθυγάλαζο φόρεμα τόνιζε την εύγονη ερωτική λεκάνη της και τη στενή της μέση. Το φόρεμα ήταν σχεδιασμένο να αφήνει τα στήθη της, τους τροφούς των μωρών και του έρωτα, ακάλυπτα. Ο βοριάς θεριεύοντας χάιδεψε τις μεγάλες σκουρόχρωμες θηλές της που  ερεθίστηκαν και ορθώθηκαν ξαφνιάζοντάς την ιέρεια γλυκά.
Μεταφέροντας τις οσμές και τα χρώματα από όλο το παλάτι το βοριαδάκι σκαρφάλωσε τον κεντρικό πύργο και εισήλθε από το ανοιχτό παράθυρο στην κάμαρα του βασιλιά. Χτύπησε στο πρόσωπο αναζωογονητικά τον μονάρχη του τόπου κάνοντας τα μακρυά μαλλιά του και τα δασιά γένια του να ανεμίσουν ελαφρά. Ο μεγαλόσωμος βασιλιάς ρούφηξε αχόρταγα και γέμισε τα πνευμόνια του. Κράτησε τον αέρα για λίγο μέσα του προσπαθώντας να διατηρήσει τη γεύση και έκλεισε τα μεγάλα καστανά του μάτια. Μετά εξέπνευσε δυνατά. Γύρισε από το παράθυρο που στεκόταν τόση ώρα και θωρούσε προς το βορά και στάθηκε μπροστά στον τοίχο πίσω του.
Το βλέμμα του ξεκίνησε την περιήγηση με τον ίδιο τρόπο όπως και πολλά άλλα βράδια. Πρώτα κοίταξε το μεγάλο καρφί που αν και βαθιά χωμένο στον πέτρινο τοίχο στήριζε δύσκολα το βάρος που ήταν κρεμασμένο πάνω του. Η μεγάλη ξύλινη λαβή από φτελιά ήταν σκαλισμένη να δέχεται την τεράστια παλάμη του βασιλιά. Για να μη γλιστρά είχε τυλιχτεί σφιχτά από δέρμα ελαφίνας που είχε σκοτώσει ο ίδιος και είχε επεξεργαστεί άριστα ο βυρσοδέψης του παλατιού. Πριν την προσαρμόσουν στη λαβή την είχαν βρέξει να μαλακώσει και την τύλιξαν πάνω στο ξύλο σφιχτά. Όταν στέγνωσε το δέρμα στραγγάλισε το ξύλο και έγινε ένα με αυτό. Στην πίσω πλευρά της λαβής μια τρύπα στο ξύλο υποδεχόταν μια χοντρή και πλατιά λουρίδα δέρματος που περνούσε στον καρπό του χεριού του βασιλιά όταν την φούχτωνε σφιχτά ή χρησιμοποιούταν απλώς για να κρεμαστεί στον τοίχο –όπως τώρα.
Από την άλλη πλευρά, εκεί που τέλειωνε η λαβή από δέρμα, το ξύλο περήφανο και σκληρό συνέχιζε να φαίνεται προς τα πάνω μέχρι που άρχιζε ο χαλκός. Γυαλιστερός, ακόμα και στο σκοτάδι, ένα παχύ σφυρηλατημένο κομμάτι σφριγηλού μετάλλου είχε μια τρύπα να υποδέχεται το ατσάκιστο ξύλο. Πάνω του χαραγμένη περίτεχνα ανάμεσα στις δύο κόψεις του διπλού πέλεκυ μια κεφαλή ταύρου με μεγάλα κέρατα που ξεφυσούσε μανιασμένα. Ο λευκός ταύρος της Κρήτης, έμβλημα δύναμης και δόξας του οίκου του Μίνωα.
Ο βασιλιάς πλησίασε πιο κοντά. Το χέρι του απλώθηκε και άγγιξε τη μια από τις δυο κοφτερές άκρες. Πέρασε χαϊδεύοντας με την κόψη να πληγώνει την αφή του αντίχειρά του. Καθημερινή φροντίδα και συχνό τρόχισμα το διατηρούσαν όπως τότε που ο βασιλιάς το κράδαινε με ορμή πάνω από το κεφάλι του. Οι Τρώες και οι  σύμμαχοί τους έφευγαν σαν κυνηγημένοι στη θέα του.
Πόσοι άντρες γενναίοι, που αψήφησαν το σύριγμά του στον αέρα, δεν έπεσαν νεκροί μπροστά του.
«Όπως κάθε φορά» άρχισε να τυρβάζει ο νους του βασιλιά, «ακούω τις ιαχές, τις κλαγγές, τον πόνο του θανάτου… Όλα».

Άπλωσε το χέρι του πάνω στο χαλκό. Πρόσεξε την αντίθεση του καλογυαλισμένου λείου μέταλλου και του γερασμένου, ρυτιδιασμένου, δέρματος του χεριού του με τα στίγματα. Συνέχιζε να κοιτά πιέζοντας το μυαλό του να δραπετεύσει στις θύμισες, μέχρι που στο δέρμα του έσβησαν τα στίγματα και τσιτώθηκε ξανά. Ξανάνιωσε μπροστά στα μάτια του, μέσα στο μυαλό του. Ο παφλασμός της θάλασσας ακουγόταν έντονος και φωνές τρόμου άρχισαν να τον κυκλώνουν. Ήταν εκείνη η μέρα ξανά. Ίσως η μεγαλύτερη του πολέμου, και γι’ αυτόν και για όλους τους Αχαιούς.
...
...
...
Ένα δυνατό χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα και την τράνταξε. Κάτι βαρύ  έπεσε πάνω της. Μετά ακούστηκαν φωνές που δεν μπορούσαν να περάσουν καθαρά το παχύ ξύλο. Η πόρτα άρχισε να τραντάζεται συθέμελα και οι φωνές να λιγοστεύουν σε πλήθος και ένταση. Μετά ησυχία. Τι στο καλό συνέβαινε μέσα στο ίδιο του το παλάτι; Πριν προλάβει να αντιδράσει από την έκπληξη οι γδούποι στην πόρτα ξανάρχισαν με δύναμη. Ξανά και ξανά οι μεντεσέδες άρχισαν να πετάνε τα καρφιά τους από τον τοίχο ενώ ένα απόκοσμο μουγκρητό συνόδευε κάθε χτύπημα.
Ο Ιδομενέας ξεκρέμασε από τον τοίχο τον διπλό πέλεκύ του και  τον έσφιξε με δύναμη από τη λαβή. Ένιωσε το βαρύ όπλο να φωλιάζει ευχαριστημένο στις τραχιές μεγάλες παλάμες του, ακόμη και οι ρόζοι στο χέρι του έβρισκαν τη θέση που με τα χρόνια είχαν σκάψει στη λαβή. Σήκωσε τον πέλεκυ στο ύψος του μετώπου του με την μια κόψη να κοιτά εκείνον και την άλλη την πόρτα που κατέρρευσε με ορμή κάτω από την δύναμη που ασκούταν από την άλλη πλευρά.
Μέσα στο ημίφως του διαδρόμου, ακριβώς μπροστά του, δυο κορμιά πετάχτηκαν με ορμή πάνω στον βασιλιά της Κρήτης. Τα απέφυγε με γρήγορες ενστικτώδεις κινήσεις παρά την ηλικία του. Το μυαλό του είχε περάσει στη διαδικασία της μάχης. Οι κόρες των ματιών του άνοιξαν ορθάνοιχτα για να ανιχνεύσουν τον σκοτεινό διάδρομο. Οι άλλες του αισθήσεις οξύνθηκαν κάτω από τη φαινομενική ακινησία του. Ησυχία σκέπασε τον σκοτεινό διάδρομο που οδηγούσε στο δωμάτιό του. Η λάμψη από τους πυρσούς που είχε μέσα, στεριωμένους στους τοίχους της βασιλικής κάμαρας, τον έκαναν να διακρίνει από τις αντανακλάσεις τις πανοπλίες των αντρών τις προσωπικής φρουράς του. Τα άψυχα σώματα κειτόταν στο πάτωμα.
Μετά το βλέμμα του πήγε ασυναίσθητα στα πτώματα των ανδρών που είχαν εκσφενδονιστεί προς το μέρος του και ήταν σπασμένες κούκλες στο πάτωμα της βασιλικής κάμαρας. Ο χαλκός από τις πανοπλίες είχε γίνει ένα με την πολτοποιημένη σάρκα και τα θρυμματισμένα οστά. Κάτι τα είχε συνθλίψει όλα μαζί.
«Με τα σώματα έσπασε την πόρτα» σκέφτηκε ο βασιλιάς. «Τι είδους πλάσμα έχει τόση δύναμη ώστε να σκοτώσει δέκα άντρες οπλισμένους και με δυο από αυτούς να ρίξει μια τόσο βαριά πόρτα;»
Η ψυχή του σφίχτηκε καθώς το μυαλό του δεν μπορούσε να βρει λύση. Τι πρωτόγνωρο μαχόταν;
«Λοιπόν φίλε, αν είναι η τελευταία μας φορά, ας είναι. Κανείς δεν ζει για πάντα» είπε δυνατά απευθυνόμενος στον πέλεκυ. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ταλάντευσε το βαρύ σώμα του. Ετοιμάστηκε για μια επίθεση προς το άγνωστο. Ίσως την τελευταία της ζωή του.
Την ορμή του έκοψε η θέα μιας τεράστιας μορφής που εμφανίστηκε στην είσοδο. Σκοτεινή όσο το σκοτάδι. Ψηλή όσο και η ίδια η πόρτα και το σώμα του έκλεινε τελείως το άνοιγμά της. Ο βασιλιάς κλονίστηκε. Ποτέ δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Το πλάσμα, ότι και αν ήταν, ήταν σκοτεινό σαν την πιο βαθιά νύχτα. Τα ρούχα του ήταν ξεσκισμένα, σάπια και έπεφταν σαν τριμμένα κουρέλια στο σώμα του. Το ύφασμα έσταζε θαλασσινό νερό ακόμη, σαν το πλάσμα να είχε ξεβραστεί από την πιο μεγάλη άβυσσο του βασιλείου του Ποσειδώνα. 


«Στις πύλες του Άδη»

Ο Τρωικός πόλεμος έχει τελειώσει εδώ και καιρό με νίκη των Ελλήνων. Οι ήρωες και οι βασιλιάδες έχουν γυρίσει πια στους θρόνους τους ή εξορίστηκαν για πάντα από αυτούς. Όμως οι αρχαίες κατάρες στους βασιλικούς οίκους των Αχαιών δεν έχουν αρθεί. Βασανισμένοι από τα δεινά τους οι άνθρωποι ψάχνουν την κάθαρση. Οι έρωτες προσπαθούν να βρουν την λύτρωση μέσα από τις ίντριγκες της μοίρας που ο καθένας φέρει τραγικά.
            Κάθε ζωή γίνεται ένας νέος κόμπος στον πανάρχαιο ιστό που με τα βρόχια του ενώνει όλους τους θρόνους. Στο κέντρο του όμως φωλιάζει πια ένα μεταφυσικό μυστήριο, κάτι που δεν φαίνεται να ανήκει στον κόσμο των θνητών.
Το παρελθόν επιστρέφει και επιτάσσει νέες πράξεις εκδίκησης να προστεθούν στα παλιά ανομήματα. Η ανάγκη για  λύτρωση θα φέρει τους παλιούς ήρωες να βρεθούν μαζί ακόμη μια φορά. Για να αντιμετωπίσουν αυτό που τους στοιχειώνει θα φτάσουν μέχρι τις πύλες του Άδη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου